- δαίω
- (I)δαίω (Α)1.1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει2. καίω, κατακαίω3. καυτηριάζωII. δαίομαιαπλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF- yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από ΙΕ* *dəzw (ελλ. δάF-), μηδενισμένη βαθμίδα της IE* deəz-w- (ελλ. δάF-) «καίω» (πρβλ. αρχ. ινδ. dunόti «καίω»)].————————(II)δαίω (Α)Ι. 1. διαιρώ, χωρίζω2. σχίζω, ξεσχίζω, πληγώνωII. δαίομαι1. διανέμω, διαμοιράζω2. τρώγω κάτι, ευχαριστιέμαι τρώγοντας κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα εμφανίζεται συνήθως ως μέσο, δαίομαιο ενεργ. τ. δαίω με τη σημ. «διαιρώ, χωρίζω» απαντά σπάνια και αντ' αυτού χρησιμοποιείται το δαΐζωΤο δαίομαι (του οποίου το -ι- έχει διατηρηθεί αναλογικά, πιθ. από τον μέλλ. δαίσω και από λέξεις τής ίδιας οικογένειας) συνδέεται με αρχ. ινδ. dayate «διαιρώ, διανέμω, καταστρέφω», dā-ti «κόβω», dya-ti «χωρίζω, μοιράζω», diti- «διανομή, μοίρασμα», που ανάγονται σε αρχική ρίζα *dāi- (με μακρόφωνη δίφθογγο), η οποία εμφανίζεται και με τις μορφές *dā-, *dăi- (dəi-), *dĩ. Λαμβάνοντας υπ' όψη τις σημασίες αυτές, είναι πιθ. ότι το ρ. δαίομαι συνδέεται με το δήμος* (πρβλ. και δατέομαι, δάπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.